Κεχαγιά, Καλλιόπη

Κεχαγιά, Καλλιόπη
(Προύσα 1839 – 1905). Λόγια και παιδαγωγός. Το 1850 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στο παρθεναγωγείο Χιλ και στο Αρσάκειο. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα στο παρθεναγωγείο Γουόλτερ του Λονδίνου και επέστρεψε στην Αθήνα μετά την αποφοίτησή της, όπου διορίστηκε δασκάλα στο παρθεναγωγείο Χιλ, του οποίου αργότερα διετέλεσε συνδιευθύντρια. Το 1872 ίδρυσε τον Σύλλογο υπέρ της γυναικείας παιδεύσεως και, λίγο αργότερα, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, όπου ίδρυσε το Ζάππειο παρθεναγωγείο, το οποίο διηύθυνε έως το 1888. Στη συνέχεια περιόδευσε στα σπουδαιότερα εκπαιδευτικά κέντρα της Ευρώπης και της Αμερικής και, μετά την επιστροφή της στην Αθήνα, ίδρυσε με τη βοήθεια του Συλλόγουτων κυριών το πρότυπο Ελληνικό Παρθεναγωγείο, το οποίο διηύθυνε έως το 1897. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την οργάνωση του Αβερώφειου Εφηβείου (φυλακή ανηλίκων) και των γυναικείων φυλακών. Τέλος, της ανατέθηκε η εποπτεία του Αρσακείου το 1898. Η Κ. έγραψε διάφορες φιλολογικές μελέτες και άρθρα, που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Αξιομνημόνευτο είναι το έργο της Παιδαγωγικό εγκόλπιο (1879-80).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπομορφιστής — ο αυτός που αποδίδει στον θεό ή στον φυσικό κόσμο ανθρώπινες ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + μορφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην παιδαγωγό Καλλιόπη Κεχαγιά] …   Dictionary of Greek

  • προγραμματίζω — Ν 1. καταρτίζω σχέδιο, πρόγραμμα ενέργειας ή δράσης («πρέπει να προγραμματίσεις το διάβασμά σου για τις εξετάσεις») 2. σχεδιάζω λεπτομερειακά μελλοντικές ενέργειες («θα προγραμματίσω από τώρα τις καλοκαιρινές διακοπές») 3. τεχνολ. συντάσσω… …   Dictionary of Greek

  • προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρωπιστής — ο, θηλ. φιλανθρωπίστρια, Ν αλτρουιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλάνθρωπος + κατάλ. ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην Καλλιόπη Χ. Κεχαγιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”